Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΠΛΑΝΑΤΑΙ


Συνοδικά καταδικασμένη ἡ ἀντίθετη διδασκαλία

Πρίν ἀπό ἕνα χρόνο, τόν Δεκέμβριο τοῦ 2020, κυκλοφορήθηκε ἕνα μικρό βιβλίο μου μέ τίτλο «Μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν πλανᾶται; Παρερμηνεύουν τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καί Ἁγιορείτης ἡγούμενος». Στόν Πρόλογο τοῦ βιβλίου ἔγραφα ὅτι εἶναι «ἡφαίστειο πού βράζει οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν πού βλέπουν νά προδίδονται ἡ Πίστη καί τά θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἀπό δειλούς καί ἀνάξιους ἱεράρχες. Δύσκολα βρίσκουν οἱ τελευταῖοι πειστικά ἐπιχειρήματα. Καταφεύγουν λοιπόν κάποιοι στό κῦρος τῶν Ἁγίων Πατέρων καί λέγουν στούς πιστούς: Μήν ἀντιδρᾶτε καί μήν σκανδαλίζεσθε. Μήν σκέφτεστε ἀποτειχίσεις καί διακοπή κοινωνίας μέ τούς ἐπισκόπους. Ἀκόμη καί ἄν εἶναι σωστά αὐτά πού λέτε, ἀκόμη καί ἐάν ἐσεῖς ὀρθοτομεῖτε τόν λόγο τῆς ἀληθείας, καί ἡ Ἐκκλησία πλανᾶται, εἶναι καλύτερα νά εἶσθε μαζί μέ τήν πλανώμενη Ἐκκλησία, παρά νά ὀρθοτομεῖτε καί νά εἶσθε ἐκτός αὐτῆς. Ἀποδίδουν μάλιστα αὐτήν τήν γνώμη στόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, παρερμηνεύοντας ἀλλά καί διαστρέφοντας κάτι πού εἶχε πεῖ σέ ἄλλη συνάφεια.

ὐτήν λοιπόν τήν παρερμηνεία ἀναιροῦμε στό ἀνά χεῖρας βιβλίο γιά τούς ἑξῆς βασικούς λόγους. Ἐν πρώτοις, διότι διατυπώνεται ἀπό ἐπιφανεῖς κληρικούς, τρεῖς ἐπισκόπους καί ἕναν Ἁγιορείτη ἡγούμενο, πού θεωροῦνται μάλιστα παραδοσιακοί καί πατερικοί, καί γιά τόν λόγο αὐτό γίνεται πιστευτή ἤ τοὐλάχιστον δημιουργεῖ ἐσωτερικούς διαλογισμούς καί συγκρούσεις. Ὁ δεύτερος λόγος ἔγκειται εἰς τό ὅτι ἐπί πολύ καιρό, πάνω ἀπό δύο δεκαετίες, διαδιδόταν στό ὀρθόδοξο πλήρωμα ἱεροκρυφίως, χωρίς νά εἶναι γνωστοί οἱ νοθευτές τῆς χρυσοστομικῆς διδασκαλίας. Τώρα λοιπόν πού φανερώθηκαν, καί δέν ἀποκλείεται νά εἶναι περισσότεροι, ἔπρεπε νά παρουσιασθεῖ ἡ ἀλήθεια, ὥστε πλέον νά παύσει τό ψεῦδος νά διαδίδεται, ὅσοι δέ ἀπό τούς πρωτεργάτες παρασύρθηκαν, τουλάχιστον, νά παύσουν ἀσχημονοῦντες ἤ τό καλύτερο νά ζητήσουν συγγνώμη. Νά παύσει ἐπίσης ἡ παραποίηση καί ἡ κακοποίηση τῆς διδασκαλίας ἑνός ἀπό τούς μεγαλύτερους Πατέρες καί ὁμολογητές, ἑνός πρωταθλητῆ ἐπισκόπου, ἀσυμβίβαστου σέ θέματα Πίστεως, τόν ὁποῖο ἐδίωξε καί ἐθανάτωσε ὄχι ἡ “πλανώμενη Ἐκκλησία”, ἀλλά ἡ πλανώμενη Ἱεραρχία, τό ἐπισκοπικό κατεστημένο τῶν καιρῶν του1.

Ἀποκαλύπταμε ὅτι τήν πλανεμένη αὐτή γνώμη, περί τοῦ ὅτι εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία νά πλανηθεῖ, τήν ἐξέφρασαν ἀπερίφραστα ἤ ἄφηναν νά ἐννοηθεῖ οἱ μητροπολῖτες Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, Γόρτυνος Ἱερεμίας καί ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ. Παραθέσαμε ὅσα ἐπί λέξει εἶπαν καί προχωρήσαμε στήν ἀναίρεσή τους, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν Πίνακα Περιεχομένων τοῦ μικροῦ βιβλίου πού τόν παρουσιάζουμε καί ἐδῶ:

Πρόλογος

1. Ἁλυσίδα πλανῶν τῆς σύγχρονης Ἱεραρχίας

2. Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή.

3. Τήν ἁγία ἀνυπακοή ἐφαρμόζουν ὅσοι διακόπτουν τήν μνημόνευση αἱρετιζόντων ἐπισκόπων.

4. Ἐπικίνδυνη ἐκκλησιολογία καί σωτηριολογία

5. Τρεῖς ἐπίσκοποι καί ἕνας ἁγιορείτης ἡγούμενος παρερμηνεύουν θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

6. Ἀνασκευή καί διόρθωση τῆς παρερμηνείας

7. Ἡ Ἐκκλησία δέν πλανᾶται, εἶναι ἀλάθητη. Δέν ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἱεραρχία.

8. Σέ ποιό γεγονός ἀναφέρεται ὁ Χρυσόστομος;

9. Ἐνδεικτικές θέσεις τοῦ Χρυσοστόμου γιά τήν ὑπακοή ἤ ἀνυπακοή στήν Ἱεραρχία.

Ἐπίλογος2

Δείξαμε ὅτι κακῶς ταυτίζεται ἡ Ἱεραρχία, τό ἐπισκοπᾶτο, μέ τήν Ἐκκλησία, ὅτι οἱ ἐπίσκοποι μπορεῖ νά πλανηθοῦν, ὄχι ὅμως καί ἡ Ἐκκλησία πού ἔχει κεφαλή της τόν Χριστό καί καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»3, εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»4. Ὅταν λοιπόν πλανᾶται ἡ Ἱεραρχία, μέ ἁλυσίδα μάλιστα πλανῶν, ὅπως σήμερα, δέν σημαίνει αὐτό ὅτι πρέπει νά ἀκολουθοῦμε καί ἐμεῖς τήν πλάνη τῶν ἐπισκόπων, διότι αὐτοί θέτουν τούς ἑαυτούς των ἐκτός Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ ἀλήθεια καί ὄχι ἐκεῖ πού εὑρίσκεται ἡ πλάνη, τό ψεῦδος καί ἡ αἵρεση. Αὐτά ὅμως τά ἀναπτύξαμε ἐπαρκῶς πέρυσι μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή, τήν Πατερική Παράδοση, τά νεώτερα Δογματικά καί Συμβολικά Βιβλία καί σύγχρονους ἐπιφανεῖς Δογματολόγους καί δέν θά τά ἐπαναλάβουμε ἐδῶ.

Ἐπιθυμοῦμε ἁπλῶς μέ τήν νέα μας παρέμβαση νά προσθέσουμε ὅτι ἡ γνώμη αὐτή περί τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά πλανηθεῖ εἶναι προτεσταντική· διατυπώθηκε στήν καλβινίζουσα «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ δυστυχοῦς πατριάρχου Κυρίλλου Λούκαρη, ἡ ὁποία καταδικάσθηκε καί ἀναθεματίσθηκε ἀπό πολλές Ὀρθόδοξες Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος.

Ἡ αἱρετική λοιπόν καί καταδικασμένη αὐτή «Ὁμολογία Πίστεως», ἐκτός τοῦ ὅτι στό Β´ Κεφάλαιο ἐξαίρει, ὑπερυψώνει, τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως πράττουν ὅλοι οἱ Προτεστάντες καί ὑποτιμᾶ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως καί καθόρισε τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μόνον αὐτή ἐγγυᾶται τήν ὀρθή ἑρμηνεία της, ἐπιπλέον στό Β´ κεφάλαιο ἀπερίφραστα ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά πλανηθεῖ: «Ἀληθές γάρ καί βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι»5.

Στά ἑλληνικά ἡ Λουκάρεια Ὁμολογία ἐξεδόθη τό 1631. Ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Κυρίλλου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη Σύνοδος (Σεπτέμβριος 1638), στήν ὁποία ἐκτός τοῦ διαδόχου του στήν πατριαρχία Κυρίλλου Κονταρῆ, ἔλαβαν μέρος οἱ πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος καί Ἱεροσολύμων Θεοφάνης, 20 μητροπολῖτες καί 21 ἄλλοι κληρικοί. Στήν σχετική ἀπόφαση τῆς Συνόδου, πού τιτλοφορεῖται «Ψῆφος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου κατά τῶν αἱρετικῶν κεφαλαίων Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, τοῦ παραχωρήσει Θεοῦ πατριαρχεύσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει», ἀναθεματίζεται προσωπικά ὁ Κύριλλος ὡς «παγκάκιστος αἱρετικός», γιατί ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία νά πλανήσει καί νά πλανηθεῖ, ἀντί τῆς ἀληθείας νά ἐπιλέξει τό ψεῦδος. Παραθέτουμε τό σχετικό κείμενο: «Κυρίλλῳ δογματίζοντι καί πιστεύοντι τήν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἐνδεχόμενον εἶναι ψεύδεσθαι· – φησί γάρ ἐν τῷ δευτέρῳ αὐτοῦ κεφαλαίῳ, ταύτην μή ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδάσκεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀνθρώπου, καί τόν ἄνθρωπον ἐνδεχόμενον ἁμαρτῆσαι ἐξ ἀγνοίας καί ἀπατῆσαι καί ἀπατηθῆναι· ἐν δέ τῷ δωδεκάτῳ τῶν αὐτοῦ κεφαλαίων, ἀληθές καί βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι· – ἐπεί ἐκ τοιούτων ἐρεσχελιῶν, μᾶλλον δέ ἐκ τοιαύτης σαφοῦς μανίας, ἀναγκαίως ἄν συμπερανθείη, τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, τήν αὐτοαλήθειαν, ψεύδεσθαι, καί μεθ᾽ ἡμῶν, ἤτοι μετά τῆς Ἐκκλησίας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος μή διατελεῖν, ὡς ὑπέσχετο, καί τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα μή λαλεῖν ἐν αὐτῇ καί πύλας ᾅδου (δηλαδή αἱρέσεις ἀθέων) κατισχύειν τῆς Ἐκκλησίας· καί πρός τούτοις ἀμφιβάλλειν κα`ἐνδοιάζειν ἕκαστον, εἰ ἀληθές τό ἀνά χεῖρας θεῖον εὐαγγέλιόν ἔστι τό ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἅτε ὑπό τῆς Ἐκκλησίας παραδοθέν, καί μή ἕτερον· ἐνδεχόμενον γάρ φησιν ἀπατῆσαι καί ἀπατηθῆναι τήν Ἐκκλησίαν καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι· τῷ τοιούτῳ, φαμέν, παγκακίστῳ αἱρετικῷ ἀνάμεθα»6.

Στήν Συνοδική Ἐπιστολή ἐπίσης τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1642 πρός τήν ἐν Ἰασίῳ τοπική Σύνοδο τοῦ αὐτοῦ ἔτους, πού ὑπογράφεται ἀπό τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιο, ὅπου ἀναιροῦνται ὅλες οἱ πλάνες τῶν 18 κεφαλαίων τῆς Λουκάρειας Ὁμολογίας, μεταξύ ἄλλων σχετικῶν ὡς πρός τό ἀντιπατερικό προτεσταντικό πνεῦμα της, λέγεται ὅτι τό νά ἀποφαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά σφάλλει, μολονότι ἔχει διδάσκαλο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί κεφαλή τόν Χριστό, καί γιά τήν ὁποία ἔχει λεχθῆ ὅτι δέν ἔχει σπίλο ἤ ρυτίδα, ἀλλά εἶναι ὁλόκληρη καλή καί τέλεια, αὐτό εἶναι δυσσεβές καί ἀποκηρύσσεται: «Τό δέ τήν Ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι (ἐν τῷ αὐτῷ κεφαλαίῳ) δυνατόν εἶναι ἁμαρτάνειν, καί ταῦτα τό Πνεῦμα κεκτημένην διδάσκαλον καί τόν Χριστόν κεφαλήν, περί ἧς εἴρηται, ὅτι σπίλον ἤ ρυτίδα οὐκ ἔχει, ἀλλ᾽ ὅλη ἐστί καλή καί τελεία, ὡς δυσσεβές ἀποκεκήρυκται»7.

Τά ἴδια ἐπαναλαμβάνει καί ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1672, πού συνῆλθε ὑπό τήν προεδρία τοῦ πατριάρχου Διονυσίου τοῦ Δ´, μέ τήν συμμετοχή τεσσάρων πατριαρχῶν καί 40 ἐπισκόπων. Στό «Συνοδικό Τόμο» πού ἐξέδωσε, μεταξύ ἄλλων, γράφεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἀνεπισφαλής», ἀλάθητος, γιατί καθοδηγεῖται ἀπό τήν κεφαλή της, τόν Χριστό, τήν αὐτοαλήθεια, καί διδάσκεται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Εἶναι ἑπομένως ἀδύνατον νά σφάλλει, γι᾽ αὐτό καί ὀνομάσθηκε ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»: «Περί δέ τῆς Καθολικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φαμέν, ὅτι ἔστι μέν ἀνεπισφαλής, οἷα ποδηγετουμένη ὑπό τῆς ἰδίας κεφαλῆς, ἥτις, ἐστίν ὁ Χριστός, ἡ αὐτοαλήθεια, καί διδασκομένη ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας. Ἀδύνατον οὖν παρά ταῦτα σφάλλεσθαι, διό καί στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας τῷ Ἀποστόλῳ κατωνόμασται».8

Προσθέτομε ἀκόμη καί ὅσα ἡ «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου σέ δύο σημεῖα λέγει. Στόν Ὅρο β´ ὡς πρός τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἐκκλησία, περί τοῦ ἄν ἔχει τήν ἴδια ἀξία καί βαρύτητα ἡ μαρτυρία τους καί περί τοῦ ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά πλανηθεῖ, γράφει: «Ὅθεν καί τήν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μαρτυρίαν οὐχ ἦτον τῆς ἥν κέκτηται ἡ θεία Γραφή εἶναι πιστεύομεν. Ἑνός γάρ καί τοῦ αὐτοῦ ἁγίου Πνεύματος ὄντος ἀμφοτέρων δημιουργοῦ, ἴσόν ἐστι πάντως ὑπό τῆς Γραφῆς καί ὑπό τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας διδάσκεσθαι. Ἔπειτα ἄνθρωπον μέν ὅντιναοῦν, λαλοῦντα ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἐνδέχεται ἁμαρτῆσαι καί ἀπατῆσαι καί ἀπατηθῆναι, τήν δέ Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ὡς μηδέποτε λαλήσασαν ἤ λαλοῦσαν ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ, (ὅ καί διδάσκαλον ἀδιαλείπτως πλουτεῖ εἰς τόν αἰῶνα), ἀδύνατον πάντῃ ἁμαρτῆσαι ἤ ὅλως ἀπατῆσαι καί ἀπατηθῆναι, ἀλλ᾽ ἔστιν ὡσαύτως τῇ θείᾳ Γραφῇ ἀδιάπτωτον καί ἀέναον τό κῦρος ἔχουσα»9.

Ἀναλυτικώτερα στόν Ὅρο ιβ´ τονίζει:

«Πιστεύομεν ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδάσκεσθαι τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν. Αὐτό γάρ ἐστιν ὁ ἀληθής Παράκλητος, ὅν πέμπει παρά τοῦ Πατρός ὁ Χριστός τοῦ διδάσκειν ἕνεκα τήν ἀλήθειαν καί τό σκότος ἀπό τῆς τῶν πιστῶν διανοίας ἀποδιώκειν. Ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅμως διδαχή οὐκ ἀμέσως, ἀλλά διά τῶν ἁγίων πατέρων καί καθηγεμόνων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καταγλαΐζει τήν Ἐκκλησίαν. Ὡς γάρ ἡ πᾶσα Γραφή ἐστί τε καί λέγεται λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οὐχ ὅτι ἀμέσως ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐλαλήθη, ἀλλ᾽ ὅτι ὑπ᾽ αὐτοῦ διά τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, οὕτω καί ἡ Ἐκκλησία διδάσκεται μέν ὑπό τοῦ ζωαρχικοῦ Πνεύματος, ἀλλά διά μέσου τῶν ἁγίων πατέρων καί διδασκάλων (ὧν κανών μετά τῆς Γραφῆς καί ἔσχατον κριτήριον αἱ οἰκουμενικαί ἅγιαι σύνοδοι) καί διά τοῦτο οὐ μόνον πεπείσμεθα, ἀλλά καί ἀληθές καί βέβαιον ἀναμφιβόλως εἶναι ὁμολογοῦμεν, τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἀδύνατον ἁμαρτῆσαι ἤ ὅλως πλανηθῆναι ἤ ποτε τό ψεῦδος ἀντί τῆς ἀληθείας ἐκλέξαι. Τό γάρ πανάγιον Πνεῦμα, ἀείποτε ἐνεργοῦν διά τῶν πιστῶς διακονούντων ἁγίων πατέρων καί καθηγεμόνον, πάσης ὁποιασοῦν πλάνης τήν Ἐκκλησίαν ἀπαλλάττει»10.

Συμπερασματικά, λοιπόν, μετά τήν ἐνίσχυση διά προσθήκης νέων συνοδικῶν κειμένων ὅσων πρό ἔτους ἐγράψαμε, προτρέπουμε τούς πιστούς Χριστιανούς, τά συνειδητά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τό λογικό ποίμνιο, νά μή παρασύρονται ἀπό ὅσα ἀμαθῶς ἤ σκοπίμως διδάσκουν κάποιοι κληρικοί, ὅτι «εἶναι καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, παρά νά κάνεις τό σωστό καί νά εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας». Ἡ Ἐκκλησία δέν πλανᾶται ποτέ· ὅσοι πιστεύουν τό ἀντίθετο καταδικάζονται καί ἀναθεματίζονται. Αὐτοί πού κάνουν τό σωστό, αὐτοί εἶναι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ πού εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια, καί ὄχι ἡ πλάνη καί ἡ αἵρεση. Οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ σύνοδοι πού διδάσκουν αἱρέσεις καί νομιμοποιοῦν αἱρέσεις εὑρίσκονται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. «Καλύτερα λοιπόν εἶναι νά μήν ὑπακοῦς πλανεμένους ἐπισκόπους· ὅταν κάνεις τό σωστό, εἶσαι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά πλανηθεῖ καταδικάζονται καί ἀναθεματίζονται».

  • 1. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν πλανᾶται; Παρερμηνεύουν τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καί Ἁγιορείτης ἡγούμενος, Θεσσαλονίκη 2020, ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον», σελ. 5-6.
  • 2. Αὐτόθι, σελ. 9.
  • 3Ματθ. 28, 20.
  • 4Α´ Τιμ. 3, 15.
  • 5. Βλ. Ιωάννου Καρμιρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 567 [647].
  • 6. Αὐτόθι 572-573 [652-653].
  • 7. Αὐτόθι 579-580 [659-660].
  • 8. Αὐτόθι 692 [772]. Α´Τιμ. 3, 15.
  • 9 Αὐτόθι 746 [826].
  • 10 Αὐτόθι 755 [835].
Πηγή: katanixi.gr
Δημοσίευση σχολίου (0)
Νεότερη Παλαιότερη