Μια βραδιά, ο Άγιος Νήφων, αφού τελείωσε την καθιερωμένη νυχτερινή του προσευχή, ξάπλωσε να κοιμηθή πάνω στις πέτρες, όπως πάντα. Ήταν μεσάνυχτα και αγρυπνούσε ακόμη κοιτάζοντας το φεγγάρι και τα αστέρια στον ουρανό.
Μόνος καθώς ήταν, αναλογίστηκε τις αμαρτίες του και θρηνούσε γοερά, γιατί έφερνε στον νου του την φοβερή ώρα της Κρίσεως.Έξαφνα βλέπει ν’ αποτραβιέται το στερέωμα του ουρανού σαν σεντόνι. Και παρουσιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε πελώριες διαστάσεις. Στεκόταν στούς αιθέρες περικυκλωμένος απ’ όλες τις ουράνιες στρατιές· άγγελοι, αρχάγγελοι, τάγματα φοβερά και εξαίσια, παραταγμένα με κάθε συστολή.
Ο Κύριος ένευσε στον στρατηγό του ενός τάγματος και εκείνος πλησίασε λαμπρός, φοβερός, μα και συνεσταλμένος.
-Μιχαήλ, Μιχαήλ, άρχοντα της διαθήκης, παράλαβε με το τάγμα σου τον πυρίμορφο θρόνο της δόξας μου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί θα τον εγκαταστήσης σαν πρώτο σημάδι της παρουσίας μου. Γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λάβη καθένας κατά τα έργα του. Κάνε γρήγορα, έφτασε η στιγμή. Θα δικάσω αυτούς που προσκύνησαν τα είδωλα κι αρνήθηκαν Εμένα τον δημιουργό τους. Αυτούς που λάτρεψαν τις πέτρες και τα ξύλα που τους έδωσα για τις ανάγκες τους. Όλοι τους θα συντριβούν «ως σκεύη κεραμέως». Καθώς και οι εχθροί μου οι αιρετικοί που τόλμησαν να με χωρίσουν από τον Πατέρα μου. Που τόλμησαν να υποβιβάσουν σε κτίσμα το Παράκλητον Πνεύμα. Αλλοίμονό τους, ποια κόλαση τους περιμένει!
Τώρα θα εμφανισθώ και στούς Ιουδαίους που με σταύρωσαν και δεν πίστεψαν στη θεότητά μου. Μου δόθηκε κάθε εξουσία, τιμή και δύναμη. Είμαι δικαιοκρίτης. Τότε που ήμουνα πάνω στον Σταυρό έλεγαν: «Ουα! ο καταλύων τον ναόν…σώσον σεαυτόν». Τώρα, «εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω». Εγώ θα κρίνω, θα ελέγξω και θα τιμωρήσω σκληρά το πονηρό και διεστραμμένο γένος, γιατί δεν μετάνοιωσε. Τους έδωσα ευκαιρίες να μετανοήσουν, αλλά τις περιφρόνησαν. Θα λάβω λοιπόν τώρα την εκδίκηση.
Το ίδιο θα κάνω και στούς Σοδομίτες, που βρώμισαν τη γη και τον αέρα με τη δυσωδία τους. Τους έκαψα τότε. Και πάλι θα τους ξανακάψω, γιατί μίσησαν την ηδονή του Αγίου Πνεύματος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου.
Θα τιμωρήσω και τους μοιχούς, τους άφρονες και σκοτισμένους, που μοιάζουν σαν θηλυμανή άλογα. Δεν αρκέσθηκαν στη νόμιμη συζυγία τους, αλλά στράφηκαν ανόητα στην ανηθικότητα και ο σατανάς τους έρριξε δεμένους στην άβυσσο του πυρός. Δεν άκουσαν ότι «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»; Δεν φοβούνται το «εγώ το εμβρίμημά μου απολέσω αυτούς»; Τους κάλεσα να μετανοιώσουν κι όμως δεν μετάνοιωσαν.
Θα καταδικάσω και τους κλέφτες που έκαναν ένα σωρό κακά, ακόμη και φόνους! Και όλους όσοι έπραξαν πλήθος αμαρτιών. Εγώ τους χάρισα ευκαιρίες για να αλλάξουν αλλά δεν έδωσαν καμμία σημασία. Που είναι τα καλά τους έργα; Τους έδειξα τον άσωτο σαν τύπο και υπογραμμό –και πολλούς άλλους- για να μην αποθαρρύνωνται στις αμαρτίες τους. Αλλ’ αυτοί καταφρόνησαν τις εντολές μου και με αρνήθηκαν. Αποστράφηκαν Εμένα κι αγάπησαν την ασωτία. Σιχάθηκαν Εμένα και υποδουλώθηκαν στην αμαρτία. Ας πορευθούνε λοιπόν στη φλόγα που οι ίδιοι άναψαν.
Αλλά κι όσους πέθαναν μνησίκακοι, θα τους παραδώσω σε φοβερό κλύδωνα. Γιατί δεν πόθησαν την ειρήνη μου, αλλά στάθηκαν στη ζωή τους θυμώδεις, πικρόχολοι και οργίλοι.
Τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους κι όσους δουλεύουν στη φιλαργυρία –που είναι δεύτερη ειδωλολατρεία- θα τους εξολοθρεύσω και θα ξεθυμάνω πάνω τους όλη μου την οργή, γιατί στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι κι Εμένα με αγνόησαν σαν να μη φρόντιζα γι’ αυτούς.
Κι εκείνους τους ψευτοχριστιανούς, που ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών η ότι γίνεται μετεμψύχωση, θα τους λειώσω στη γέενα σαν το κερί. Τότε θα πεισθούν για την ανάσταση των νεκρών.
Οι μάγοι οι δηλητηριαστές κι όσοι γενικά ασχολούνται με τις μαντείες θα συντριβούν.
Αλλοίμονο και σ’ αυτούς που μεθάνε, γλεντοκοπάνε με κιθάρες και τύμπανα και τραγουδάνε, χορεύουν, αισχρολογούν και φαντάζονται πονηρά. Τους κάλεσα και δεν με άκουσαν, αλλά με καταγελούσαν. Τώρα το σκουλήκι θα τους κατατρώη την καρδιά. Σ’ όλους χάρισα έλεος και μετάνοια, μα κανένας δεν έδινε τότε προσοχή.
Θα βυθίσω στο σκοτάδι κι όσους περιφρόνησαν τις Άγιες Γραφές, που τις έγραψε το Πνεύμα μου δια μέσου των αγίων.
Θα κρίνω ακόμη κι αυτούς που ασχολούνται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες και στηρίζουν τις ελπίδες τους σε μαχαίρια, αξίνες, δρεπάνια κι άλλα παρόμοια. Τότε θα μάθουν ότι έπρεπε να ελπίζουν στο Θεο κι όχι στα δημιουργήματά του. Θα ταράζωνται και θ’ αντιλέγουν τότε, μα δεν θα έχουν πια καμμία δύναμη, γιατί «εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω».
Θα τιμωρήσω και τους βασιλείς και τους άρχοντες που με πίκραιναν αδιάκοπα με τις αδικίες τους. Έκριναν άδικα και περήφανα περιφρονώντας τους ανθρώπους. Κι αυτοί μεν πληρώνονταν. Η δική μου όμως εξουσία δεν δέχεται δωροδοκίες. Σύμφωνα με την αδικία τους θα τους αφανίσω. Τότε θα καταλάβουν ότι εγώ είμαι ο φοβερός που αφαιρώ τις εξουσίες των αρχόντων. Θα καταλάβουν ότι είμαι φοβερώτερος απ’ όλους τους βασιλείς της γης. Ουαί σ’ αυτούς! Τι κολάση τους περιμένει! Γιατί έτριξαν τα δόντια τους κι έχυσαν αθώο αίμα, το αίμα των παιδίων τους και των θυγατέρων τους.
Αλλά σε ποιάν οργή θα παραδώσω τους μισθωτούς, που δεν ήταν γνήσιοι ποιμένες; που ρήμαξαν τον αμπελώνα μου και σκόρπισαν τα πρόβατά μου; που ποίμαιναν χρυσάφι κι ασήμι –όχι ψυχές- και ζήτησαν την ιερωσύνη από συμφέρον; Πόση θα είναι η τιμωρία τους; Πόσος ο οδυρμός; Θα ξεχύσω πάνω τους όλο τον θυμό και την οργή μου και θα τους συντρίψω. Πρόβατα και βόδια φθαρτά φρόντισαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά μου λογικά πρόβατα δεν τα νοιάσθηκαν. Θα τιμωρήσω με ράβδο τις ανομίες τους και με μαστίγιο τις αδικίες τους.
Αλλά και τους ιερείς που γελούν η φιλονικούν μέσα στις αγίες εκκλησίες μου, τι θα τους κάνω; Θα τους συμμορφώσω στο πυρ και στον τάρταρο.
Ήρθα κι έρχομαι. Όποιος έχει τη δύναμη ας με αντιμετωπίση. Αλλά ουαί κι αλλοίμονο σ’ αυτόν που όντας αμαρτωλός θα πέση στα χέρια μου! Γιατί καθένας θα εμφανισθή ενώπιόν μου «γυμνός και τετραχηλισμένος». Που θα τολμήση να φενερωθή τότε η αναίδεια των αμαρτωλών; Πως θ’ αντικρύσουν το πρόσωπό μου; Που θα βάλουν τη ντροπή τους; Θα καταισχυνθούν μπροστά στις άχραντες Δυνάμεις μου.
Θα κατακρίνω όμως κι όσους μοναχούς αμέλησαν τα καθήκοντά τους και πρόδωσαν τις υποσχέσεις που έδωσαν ενώπιον Θεού, αγγέλλων κι ανθρώπων. Άλλα υποσχέθηκαν κι άλλα έπραξαν. Απ’ το ύψος των νεφελών θα τους γκρεμίσω στην άβυσσο. Δεν τους έφτανε η δική τους απώλεια, αλλά προξένησαν ολέθριο σκάνδαλο και σ’ άλλους. Ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να μην απαρνηθούν τον κόσμο, παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αισχρά, ανακατεμένοι με την ασωτία. «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω» σ’ όσους δεν θέλησαν να μετανοιώσουν. Εγώ θα τους κρίνω σαν δίκαιος Κριτής!..
Τα λόγια αυτά που βροντοφώνησε ο Κύριος στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ, γέμισαν δέος τις αναρίθμητες Δυνάμεις των αγγέλων.
Έπειτα πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσμου. Ο Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής. Γι’ αυτό πήγε αμέσως στον οίκο της διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν μεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε μπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε παράμερα παρατηρώντας με ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την ιστορία των αιώνων.
Πήρε εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και είπε:
-Εδώ γράφει πρώτα-πρώτα: Ο Πατήρ, ο Υιός και το Αγιο Πνεύμα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός και δημιουργός των αιώνων. Διότι με τον Λογο του Πατρός, τον Υιο, έγιναν οι Αιώνες, δημιουργήθηκαν οι ασώματες Δυνάμεις, στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταμοί «και πάντα τα εν αυτοίς».
Έπειτα αφού διάβασε λίγο παρακάτω, είπε:
-Εδώ λέει: Εικόνα του αοράτου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάμ δόθηκε μια εντολή από τον παντοκράτορα Θεο και δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι ένας νόμος που πρέπει να τηρηθή με κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυμάται τον δημιουργό του, και να μην ξεχνάει ότι υπάρχει Θεός από πάνω του.
Πάλι προχώρησε λίγο:
-Παράβαση, στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη η μάλλον από απροσεξία και αμέλεια. Έπεσε ο άνθρωπος και διώχθηκε από τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού. Δεν μπορεί να βρίσκεται σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!
Πιο κάτω διάβασε:
-Ο Καϊν ρίχθηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά τη βουλή του διαβόλου. Οφείλει να καή στη φωτιά της γέενας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ενώ Άβελ θα ζήση αιώνια.
Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία των Αιώνων.
Πήρε τέλος το έβδομο και διάβασε:
-Η αρχή του εβδόμου Αιώνα σημαίνει το τέλος των αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η πονηρία κι η ασπλαγχνία. Οι άνθρωποι του εβδόμου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, με υποκριτικήν αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωμένοι στις σοδομικές αμαρτίες.
Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε αμέσως θλιμμένο το βλέμμα του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, με τ’ άλλο σκέπασε το πρόσωπο και τα μάτια κι έμεινε συλλογισμένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:
-Αλήθεια, τούτος ο έβδομος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους προηγούμενους.
Διάβασε παρακάτω:
-Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεμίσθηκαν με το ξύλο, τη λόγχη και τα καρφιά που έμπηξαν στο ζωηφόρο Σώμα μου.
Σωπασε μερικές στιγμές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο.
-Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόμωσαν θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους και φτώχεψαν πλουσίους. Ψαρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ο μισθός τους!…
Κι έπειτα από λίγο:
-Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και μάρτυρες αθλοφόρους για χάρη μου. Η φιλία τους έφτασε ως τον ουρανό και η αγάπη τους ως τον θρόνο μου! Ο πόθος τους ως την καρδία μου και η λατρεία τους με φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος μου είναι μαζί τους!…
Αφού γύρισε αρκετά φύλλα ψυθίρισε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως:
-Ο άνθρωπος που κράτησε μ’ ευσέβεια το πηδάλιο της Επτάλοφης κι έγινε βασιλιάς της, υπήρξε δούλος της αγάπης μου. Του άξιζε η βασιλεία των ουρανών, γιατί στάθηκε ζηλωτής και μιμητής του Κυρίου του.
Έπειτα παραλείποντος πολλά αναφώνησε:
-Ω πανέμορφη και πολύτιμη Νύμφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε μολύνουν! Μα δεν πρόδωσες Εμένα τον Νυμφίο σου!… Αμέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεμελιωμένη δεν σαλεύθηκε, γιατί «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».
Πιο κάτω ήταν γραμμένες όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων όσες βρήκε ο θάνατος να μην έχουν ξεπλυθή στη μετάνοια.
Κι ήταν τόσο πολλές, σαν την άμμο της θάλασσας!… Τις διάβαζε ο Κύριος δυσαρεστημένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας.
Το αμέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν περίτρομο από τον φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού.
Όταν ο Κύριος έφτασε στη μέση του Αιώνα αυτού, παρατήρησε:
Τούτο το έσχατο είναι γεμάτο από τη δυσωδία των αμαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που είναι όλα ψεύτικα και βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φτάνει πια! Θα το σταματήσω στη μέση. Να πάψη η κυριαρχία της αμαρτίας!
Και λέγοντας αυτά τα ωργισμένα λόγια ο Κύριος έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για την Κρίση. Αυτοστιγμεί εκείνος με το τάγμα του πήραν τον υπέρλαμπρο και απερίγραπτο θρόνο κι έφυγαν. Ήταν το τάγμα τόσο πολυπληθές, ώστε η γη δεν το χωρούσε. Φεύγοντας βροντοφωνούσαν:
-Άγιος, άγιος, άγιος, φοβερός και μέγας, υψηλός, θαυμαστός και δοξασμένος ο Κύριος στούς αιώνες των αιώνων.
Έπειτα αποχώρησε ο Γαβριήλ με το τάγμα του ψάλλοντας:
-«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού»!
Και από ’κείνη τη φοβερή κραυγή συγκλονίζονταν ο ουρανός και η γη.
Ακολούθησε ο τρίτος μέγας αρχιστράτηγος, ο Ραφαήλ, με το τάγμα του αναπέμποντας τον ύμνο:
«Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν».
Τέλος ξεκίνησε και η τέταρτη παράταξη. Ο άρχοντάς της ήταν λευκός και λαμπερός σαν το χιόνι, με όψη γλυκειά. Φεύγοντας άρχισε κι αυτός να ψάλλη δυνατά:
-«Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού. Ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών και ου παρασιωπήσεται. Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφοδρά».
Και συνέχεια τον υπόλοιπο ψαλμο. Ενώ οι αξιωματούχοι του αποκρίνονταν:
-«Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι».
Ο αρχηγός αυτού του τάγματος ωνομαζόταν Ουριήλ.
Σε λίγο έφεραν ενώπιον του Κυρίου τον δοξασμένο Σταυρό του, που έλαμπε σαν φοβερή αστραπή και σκόρπιζε άρρητη ευωδία. Τον συνώδευαν με εξαιρετικές τιμές δύο τάγματα Εξουσιών και Δυνάμεων. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικά μεγαλόπρεπο. Οι πολυάριθμες δυνάμεις έψαλλαν παναρμόνια.
Άλλοι έλεγαν με μεγάλο δέος:
-«Υψώσω σε ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα».
Άλλοι έλεγαν:
-«Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείν τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιός εστι». Αλληλούϊα, αλληλούϊα, αλληλούϊα!
Έπειτα δόθηκε θεία διαταγή να έρθη πάλι ο κραταιός άρχοντας Μιχαήλ για να παρασταθή διπλά στον θρόνο του Κυρίου. Εκείνη τη στιγμη παρουσιάσθηκε άγγελος που κρατούσε μια βροντερή σάλπιγγα. Την πήρε ο Κριτής στα χέρια του, σάλπισε τρεις φορές κι είπε τρεις λόγους. Μετά την παρέδωσε στον Μιχαήλ:
-Πηγαινε στον Γολγοθά όπου άπλωσα τα άχραντα χέρια μου να σαλπίσης κι εκεί τρεις φορές.
Μόλις αποχώρησε ο Μιχαήλ, κάλεσε ο Κύριος το τάγμα των Αρχών και είπε απευθυνόμενος στον αρχηγό του:
-Σε προστάζω να πάρης το θείο σου τάγμα και να σκορπισθήτε σ’ όλο τον κόσμο, για να μεταφέρετε πάνω σε νεφέλες τους αγίους, απ’ την ανατολή και τη δύση, τον βορρά και τον νότο. Θα τους συγκεντρώσης όλους για να υποδεχθούν την παρουσία μου, μόλις ηχήση η σάλπιγγα.
Υστερ’ απ’ όλα αυτά έρριξε ένα βλέμμα στη γη ο δίκαιος Κριτής και είδε… Ομίχλη και σκοτεινιά, θρήνος και ουαί και κοπετός πολύς απ’ τη φοβερή τυραννία του σατανά. Μανιαζε και φρύαττε ο δράκοντας. Κατέστρεψε τα πάντα συντρίβοντάς τα σαν χορτάρι. Γιατί έβλεπε τους αγγέλους του Θεού να του ετοιμάζουν το αιώνιο πυρ.
Μόλις τα είδε όλα αυτά ο Κύριος, κάλεσε ένα πύρινο άγγελο με αυστηρή και φοβερή όψη, χωρίς λυπήση -ήταν αρχηγός των αγγέλων που επιβλέπουν το πυρ της κολάσεως- και του είπε:
-Πάρε μαζί σου τη ράβδο μου που δένει και συντρίβει. Πάρε κι αμέτρητους αγγέλους απ’ το τάγμα σου, τους πιο φοβερούς, που τάχθηκαν τιμωροί των κολασμένων. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, για να βρήτε τα ίχνη του ζοφερού άρχοντα. Άρπαξέ τον με ισχύ και κραταιότητα και χτύπα τον αλύπητα με τη ράβδο, ώσπου να παραδώση το τάγμα των πονηρών πνευμάτων. Κι αφού τους δέσης όλους γέρα με την ισχύ της ράβδου μου, κατά τη διαταγή μου, θα τους ρίξης στις πιο άσπλαχνες και άγριες κολάσεις!…
Και τότε πια, όταν όλα ήταν έτοιμα, έγινε νεύμα στον αρχάγγελο που κρατούσε τη σάλπιγγα να σαλπίση ηχηρά.
Αμέσως απλώθηκε απότομα νεκρική σιγή, σαν να ηρέμησαν τα σύμπαντα.
Με το πρώτο σάλπισμα συναρμολογήθηκαν όλα τα σώματα των νεκρών.
Με το δεύτερο, Πνεύμα Κυρίου επανέφερε τις ψυχές μέσα στα νεκρά σώματα.
Δέος και φρίκη κατέλαβε τα σύμπαντα.
Τα ουράνια και τα επίγεια έτρεμαν.
Και τότε αντήχησε το τρίτο και φοβερώτερο σάλπισμα, που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Οι νεκροί αναστήθηκαν από τα μνήματα «εν ριπή οφθαλμού». Φοβερό θέαμα! Ξεπερνούσαν σε αριθμό την άμμο της θάλασσας. Συγχρόνως σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν απ’ τα ουράνια προς τον θρόνο της ετοιμασίας τ’ αγγελικά τάγματα βροντοφωνώντας:
-«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη φόβου και τρόμου».
Στεκόταν όλος ο λαός και το αναρίθμητο σύνταγμα των αγγέλων περιμένοντας. Έτρεμαν και φρικιούσαν μπροστά στη φοβερή θεία εξουσία που κατέβαινε στη γη. Ενώ όμως όλοι κοίταζαν ψηλά, ξαφνικά άρχισαν να γίνωνται σεισμοί, βροντές κι αστραπές στην κοιλάδα της Δίκης και στον αιθέρα, ώστε κατατρόμαξαν όλοι. Τότε αποσύρθηκε σαν βιβλίο το στερέωμα του ουρανού και φάνηκε ο Τίμιος Σταυρός να λάμπη σαν τον ήλιο και να σκορπίζη θείες μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν άγγελοι μπροστά από τον Κυριο μας Ιησού Χριστό και Κριτή της οικουμένης, που έρχοταν.
Σε λίγο ακούγεται ένας ύμνος, ένα τραγούδι πρωτάκουστο: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· Θεός Κύριος», κριτής, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης.
Μόλις τελείωσε η βροντερή τούτη δοξολογία, εμφανίζεται ο Κριτής επί των νεφελών, καθισμένος σε θρόνο πύρινο. Με την πολλή του καθάρια λαμπρότητα πυρπολούσε τον ουρανό και τη γη.
Έξαφνα μεσ’ απ’ το πλήθος των αναστημένων νεκρών άρχισαν μερικοί ν’ αστράφτουν σαν τον ήλιο! Αμέσως αρπαζόνταν από τις νεφέλες στον αέρα για να συναντήσουν τον Κυριό τους. Οι περισσότεροι όμως απόμειναν κάτω. Κανείς δεν τους πήρε στον ουρανό!…θρηνούσαν πικρά που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχτούν κι αυτοί από τις νεφέλες κι ήταν φαρμάκι η λύπη και η οδύνη στις ψυχές τους. Έπεσαν όλοι γονατιστοί μπροστά στον Κριτή και πάλι σηκώθηκαν.
Είχε πια καθίσει στον «θρόνο της ετοιμασίας» ο φοβερός Κριτής και μαζεύθηκαν γύρω του όλες οι δυνάμεις των ουρανών με φόβο και τρόμο. Όσοι είχαν αρπαχθή από τα σύννεφα προς απάντησή του, τοποθετήθηκαν στα δεξιά του. Οι υπόλοιποι ωδηγήθηκαν στ’ αριστερά του Κριτού. Οι πιο πολλοί τους ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλείς και πολύ πλήθος μοναχών και λαϊκών. Στεκόνταν καταντροπιασμένοι, ελεεινολογώντας τον εαυτό τους και θρηνώντας την απωλειά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν εξαθλιωμένα και αναστέναζαν βαθιά συντετριμμένοι.
Σ’ όλους είχε απλωθή νεκρικό πένθος. Και πουθενά δεν φαινόταν καμμιά παρηγοριά.
Όσοι όμως στεκόταν στα δεξιά του Κριτού ήταν όλοι φαιδροί, φωτεινοί σαν ήλιοι, σεμνοί, δοξασμένοι, λευκοί σαν το φως, πυρπολημένοι λες, από μια θεόφωτη αστραπή. Εμοιαζαν -αν δεν είναι τολμηρό να το πη κανείς- σαν τον Κυριο και Θεο τους.
Παρευθύς έρριξε το βλέμμα του και απ’ τη μια κι από την άλλη μεριά ο φοβερός Κριτής. Στα δεξιά κοίταξε ευχαριστημένος και χαμογέλασε. Όταν όμως γύρισε στ’ αριστερά, ταράχθηκε, ωργίσθηκε πολύ και απέστρεψε αμέσως το πρόσωπό του.
Τότε με δυνατή κι επίσημη φωνή λέει στούς «εκ δεξιών» Του.
-«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασίλειαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με».
Παραξενεύτηκαν εκείνοι και ρώτησαν:
-«Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, η διψώντα και εποτίσαμεν; πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, η γυμνόν και περιεβάλομεν; πότε δε σε είδομεν ασθενή η εν φυλακή και ήλθομεν προς σε;».
-«Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».
Στρέφεται τότε και προς τους «εξ ευωνύμων» και τους λέει με δριμύτητα:
-«Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτισατέ με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός, και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με».
-«Κύριε», τον ρώτησαν κι αυτοί απορημένοι, «πότε σε είδομεν ασθενή εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι;».
-Αμήν λέγω υμίν», τους απάντησε ο Κύριος, «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Χαθήτε απ’ τα μάτια μου, κατηραμένοι της γης! Στον τάρταρο! Στον βρυγμο των οδόντων! Εκεί θάναι ο θρήνος κι ο οδυρμός ο ατελείωτος.
Η συνέχεια εδώ
Πηγή: diakonima.gr