Συνέχεια από εδώ Το όραμα του Αγίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής - Α΄ ΜΕΡΟΣ
Άρχισαν πρώτα οι «εκ δεξιών», που πέρασαν όλοι και βγήκαν λαμπεροί σαν ατόφιο χρυσάφι. Τα έργα τους δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο φωτεινά και διαυγή με τη δοκιμασία. Γι’ αυτό γέμισαν αγγαλίαση.
Έπειτα απ’ αυτούς ήρθαν και οι «εξ ευωνύμων» να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά, για να δοκιμασθούν τα έργα τους. Αλλά, επειδή ήταν αμαρτωλοί, η φλόγα άρχισε να τους καίη και τους κράτησε μεσ’ στη μέση του ποταμού. Και τα μεν έργα τους κατακάηκαν σαν άχυρα, ενώ τα σώματα τους έμειναν σώα να φλέγονται επί χρόνια και αιώνες ατελείωτους μαζί με τον διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας δεν κατώρθωσε να βγη από ’κείνο το πύρινο ποτάμι! Όλους τους αιχμαλώτισε η φωτιά, γιατί ήταν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας.
Αφού παραδόθηκαν στην κόλαση οι αμαρτωλοί, σηκώθηκε απ’ το θρόνο του ο φοβερός Κριτής και ξεκίνησε για το θεϊκό ανάκτορο με όλους τους αγίους του. Τον περικύκλωναν, πάντα με πολύ φόβο και τρόμο, όλες οι ουράνιες δυνάμεις ψάλλοντας:
-«Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης», ο Κύριος και Θεός των θεών μαζί με όλους τους αγίους του, που θα απολαύσουν αιώνια κληρονομιά.
Άλλο τάγμα απαντούσε και έλεγε:
-«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» με όσους αξίωσε η χάρη του να ονομασθούν υιοί Θεού, «Θεός Κύριος» μαζί με τους υιούς της Νέας Σιών, «και επέφανεν ημίν».
Και οι αρχάγγελοι, που προπορεύονταν απ’ τον Κυριο, τον δοξολογούσαν ψάλλοντας ένα ουράνιο μέλος αντιφωνικά:
-«Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών. Προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ».
Ενώ άλλο τάγμα αντιφωνούσε μελωδικά:
-«Ότι Θεός μέγας Κύριος και Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισιν»!
Αυτά και αλλά πολλά παναρμόνια μέλη έψαλλαν οι άγιοι άγγελοι, ώστε να ευφραίνωνται απερίγραπτα όσοι τ’ άκουγαν.
Έτσι ψάλλοντας μπήκαν οι άγιοι με τον Κυριο Ιησού Χριστό στον επουράνιο θάλαμο του θεϊκού παλατιού με καρδιές που σκιρτούσαν από χαρά. Και αμέσως κλείσθηκαν οι πύλες του νυμφώνα.
Τότε κάλεσε ο ουράνιος Βασιλεύς τους κορυφαίους αγγέλους. Πρώτοι παρουσιάσθηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ και οι άρχοντες των ταγμάτων.
Ακολούθησαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσμου, οι απόστολοι. Τους έδωσε ο Κύριος δόξα αστραφτερή και δώδεκα πυρίμορφους θρόνους για να καθίσουν κοντά στον διδάσκαλο τους Χριστό με μεγαλειώδεις τιμές. Η όψη τους ακτινοβολούσε ένα απερίγραπτο αιώνιο φως και τα ενδύματά τους ήταν λαμπερά και διάφανα σαν το κεχριμπάρι. Ακόμη κι οι άρχοντες των αγγέλων τους θαύμαζαν. Τέλος τους έδωσε και δώδεκα υπέροχα κρυστάλλινα στεφάνια διακοσμημένα με πολυτίμους λίθους, που έλαμπαν εκτυφλωτικά, καθώς τα κρατούσαν πάνω από τα κεφάλια τους ένδοξοι άγγελοι.
Έπειτα ωδηγήθηκαν ενώπιον του Κυρίου οι 70 απόστολοι. Έλαβαν κι αυτοί όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα στεφάνια των 12 ήταν πιο θαυμαστά.
Και τώρα ήρθε η σειρά των μαρτύρων. Αυτοί πήραν τη θέση και τη δόξα της μεγάλης αγγελικής στρατιάς, που γκρεμίσθηκε απ’ τον ουρανό μαζί με τον Εωσφόρο. Έγιναν δηλαδή οι μάρτυρες άγγελοι και άρχοντες των ουρανίων ταγμάτων. Τους έφεραν αμέσως πλήθος στεφάνια και τα τοποθέτησαν στα αγιασμένα κεφάλια τους. Όσο λάμπει ο ήλιος, τόσο έλαμπαν κι αυτά. Έτσι οι άγιοι μάρτυρες θεώμενοι ευφραίνονταν και αγάλλονταν ανέκφραστα.
Μετά μπήκε ο θείος χορός των ιεραρχών, ιερέων, διακόνων και λοιπών κληρικών. Στεφανώθηκαν και αυτοί μ’ αιώνια και αμαράντινα στεφάνια, ανάλογα με το ζήλο, την υπομονή και την ποιμαντική τους δράση. Στεφάνι από στεφάνι ήταν διαφορετικό κατά τη δόξα, όπως αστέρι από αστέρι. Έτσι πολλοί ιερείς και διάκονοι ήταν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι από πολλούς αρχιερείς.
Τους έδωσαν ακόμη και από ένα ναο, για να προσφέρουν στο νοερό θυσιαστήριο αγία θυσία και τελεία, ευάρεστη στον Θεο.
Έπειτα μπήκε ο όσιος χορός των μοναχών. Η όψη τους ξέχυνε μυστικήν ευωδία και σαν ήλιοι σκόρπιζαν θείες μαρμαρυγές. Ο Κύριος τους στόλισε με έξι φτερούγες και έγιναν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος σαν τα φρικτά Χερουβείμ και Σεραφείμ. Άρχισαν τότε να βροντοφωνούν:
-«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Ήταν η δόξα τους μεγάλη, αφάνταστη και το στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο και λαμπερό. Ανάλογα με τους αγώνες και τους ιδρώτες τους απολάμβαναν και τις τιμές.
Ακολούθησε ο χορός των προφητών. Τους δώρισε ο Βασιλεύς το άσμα των ασμάτων, το ψαλτήρι του Δαβίδ, τύμπανα και χορούς, άϋλο φως αστραφτερό, άφραστη αγαλλίαση και τη δοξολογία του Αγίου Πνεύματος.
Τότε τους ζήτησε ο Δεσπότης του θεϊκού νυμφώνα να ψάλλουν κάτι. Και έψαλλαν ένα τόσο μελωδικό ύμνο, ώστε σκίρτησαν όλοι από ευφροσύνη.
Αφού έλαβαν αυτά τα δώρα οι άγιοι απ’ τα άχραντα χέρια του Σωτήρος, περίμεναν ακόμη εκείνα, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη».
Τότε μπήκε όλος ο χορός των ανθρώπων, που σώθηκαν μέσα στον κόσμο: Φτωχοί και άρχοντες, βασιλείς και ιδιώτες, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι ενώπιον του Κυρίου κι εκείνος ξεχώρισε από ανάμεσά τους τους ελεήμονες και τους αγνούς και τους έδωσε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάατια ουράνια και φωτεινά, στεφάνια πολυτελή, αγιασμό και αγαλλίαση, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους να τους υπηρετούν.
Μετά ήρθαν όσοι έγιναν για την αγάπη του Χριστού «πτωχοί τω πνεύματι». Τώρα υψώθηκαν πάρα πολύ. Τους δόθηκε απ’ το χέρι του Κυρίου στεφάνι περίλαμπρο και κληρονόμησαν τη βασιλεία των ουρανών.
Έπειτα «οι πενθούντες» τις αμαρτίες τους, έλαβαν τη μεγάλη παρηγορία της Αγίας Τριάδος.
Έπειτα «οι πραείς» και άκακοι, που κληρονόμησαν την ουράνια γη, όπου αποστάζει γλυκασμό και ευωδία το Πνεύμα του Θεού. Και αυτοί δοκίμασαν ανέκφραστη τέρψη και ηδονή βλέποντας να τους χαρίζεται η μακαρία γη. Τα στεφάνια τους ροδόμορφα σκόρπιζαν μαρμαρυγές.
Ακολούθησαν οι «πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην». Τους δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης, για να χορτάσουν. Και η αγαθή τους πρόθεση ευφράνθηκε βλέποντας τον Βασιλέα Χριστό να υψώνεται και να υπερδοξάζεται απ’ τους αγίους αγγέλους.
Έπειτα «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης». Τους χαρίσθηκε θεία δοξολογία και πολυθαύμαστη ζώη.
Στήθηκε μάλιστα για χάρη τους και άφραστος θρόνος για να καθίσουν στη βασίλεια των ουρανών. Τα στεφάνια τους ήταν από θείο κι άϋλο χρυσάφι που τόσο έλαμπε, ώστε απ’ τη δόξα τους να χαίρωνται οι χοροί των αγγέλων.
Μετά μπήκε ο χορός «των ονειδισθέντων» για τον Χριστό, τον μεγάλο Θεο και σωτήρα των ψυχών μας.
Τους ανέβασαν σε θρόνους χρυσοποίκιλτους και απολάμβαναν τον έπαινο του Θεού.
Μετά από αυτούς μπήκε πολύ πλήθος ειδωλολατρών, που δεν γνώρισαν τον νόμο του Χριστού, αλλά εκ φύσεως τον τήρησαν υπακούοντας στη συνείδησή τους. Πολλοί έλαμπαν σαν ήλιοι από την αγνότητα και την καθαρότητά τους. Και ο Κύριος τους χάρισε τον παράδεισο και φαιδρά στεφάνια πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Επειδή όμως είχαν στερηθή το άγιο βάπτισμα, ήταν τυφλοί. Δεν έβλεπαν καθόλου τη δόξα του Θεού. Γιατί το άγιο βάπτισμα είναι φως και μάτι της ψυχής. Γι’ αυτό όποιος δεν το λάβη κι αν άπειρα καλά εργασθή, κληρονομεί βέβαια την παραδείσιαν άνεση και κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητά της, αλλά δεν βλέπει τίποτε.
Έπειτα κι απ’ αυτούς βλέπει ο δίκαιος Νήφων ένα τάγμα αγίων που ήταν τα παιδιά των χριστιανών. Όλοι τους έμοιαζαν να είναι περίπου τριάντα ετών. Τους κοίταξε με βλέμμα ιλαρό ο Νυμφίος και είπε:
-Ο μεν χιτώνας του βαπτίσματός σας άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τι να σας κάνω λοιπόν εσάς;
Τότε με θάρρος του απάντησαν κι αυτοί:
-Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά σου, τουλάχιστον μη μας στερήσης τα επουράνια.
Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα ουράνια αγαθά. Πήραν και τα στεφάνια της αγνότητος, της ακακίας και όλες οι άϋλες στρατιές τους θαύμαζαν.
Ήταν θαύμα ν’ ακούη κανείς τους αγίους αγγέλους που, κατευχαριστημένοι καθώς έβλεπαν τα τάγματα όλων των αγίων, τραγουδούσαν άσματα γλυκά.
Ύστερα από όλα αυτά βλέπει ο Νήφων να έρχεται μπροστά στον Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Γύρω της σκόρπιζε ουράνιες ευωδίες και θεϊκά μύρα. Στο πανέμορφο κεφάλι της φορούσε ασύγκριτο βασιλικό στέμμα, που ακτινοβολούσε. Οι άγγελοι την ατένιζαν κατάπληκτοι κι οι άγιοι θαμπωμένοι. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος συγκρατούσε πάνω στην άχραντη κορυφή το ουράνιο εκείνο διάδημα.
Μπαίνοντας στον θείο νυμφώνα την ακολουθούσε αναρίθμητο πλήθος παρθένων που υμνούσαν με δοξολογίες και άσματα τα μεγαλεία του Θεού.
Όταν έφτασε κοντά στον Νυμφίο η μεγάλη βασίλισσα προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις άγιες παρθένες. Τότε ο «ωραίος κάλλει» την είδε και ευφράνθηκε. Έσκυψε το κεφάλι του και την τίμησε σαν άχραντη Μητέρα του. Εκείνη πλησίασε με πολλήν ευλάβεια και χάρη και ασπάσθηκε τα αθάνατα και ακοίμητα μάτια του, καθώς και τα σπλαγχνικά του χέρια.
Μετά το θείο φίλημα ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά φορέματα και πάμφωτα στεφάνια. Κι έπειτα ήρθαν όλες οι νοερές δυνάμεις υμνώντας, μακαρίζοντας και δοξάζοντάς την.
Τότε σηκώθηκε απ’ το θρονο του ο Νυμφίος και έχοντας στα δεξιά τη Μητέρα του και στ’ αριστερά τον μέγιστο και πολυθαύμαστο προφήτη και Πρόδρομό του, βγήκε απ’ τον νυμφώνα και πήγε στον θεϊκό θάλαμο, όπου βρίσκονται τα αγαθά «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη», ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν τον Θεο. Ακολουθούσαν και όλοι οι άγιοι. Μόλις είδαν τα αγαθά, πλημμύρισαν από άφατη αγαλλίαση και άρχισαν να κυκλοφορούν πανηγυρίζοντας μέσα στον έκπλαγο θάλαμο.
Αλλ’ αυτά δεν μπόρεσε ο δούλος του Θεού Νήφων να μου τα περιγράψη. Αν και πολλές φορές τον πίεσα, δεν μου είπε το παραμικρό.
-Δεν μπορώ, παιδί μου, έλεγε αναστενάζοντας, να απεικονίσω με την γλώσσά μου η να παρομοιάσω με οποιοδήποτε επίγειο πράγμα τα εκεί. Ήταν πέρα από κάθε σκέψη και φαντασία, πέρα από όλα τα βλεπόμενα και μη βλεπόμενα.
Όταν λοιπόν μοίρασε ο Κύριος στούς αγίους του όλα τα άφραστα και ανήκουστα αγαθά, πρόσταξε τα Χερουβείμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο, όπως κυκλώνει το τείχος μια πόλη. Πρόσταξε έπειτα τα Σεραφείμ να κυκλώσουν τα Χερουβείμ, οι Θρόνοι τα Σεραφείμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και τέλος οι Δυνάμεις των ουρανών τις Εξουσίες. Όπως το τείχος κυκλώνει μια πόλη έτσι τα τάγματα κύκλωναν το ένα το άλλο.
Δεξιά απ’ τον θάλαμο των αιώνων στάθηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια ο Μιχαήλ με το τάγμα του. Αριστερά ο Γαβριήλ με το δικό του. Ο Ουριήλ εγκαταστάθηκε στα δυτικά και ο Ραφαήλ στα ανατολικά.
Όλα αυτά έγιναν με το πρόσταγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος όλων των αγίων. Ήταν οι τέσσερις αυτές παρατάξεις πολύ μεγάλες. Και μαζί με τα τάγματα των αχράντων δυνάμεων έζωναν τον θάλαμο του Θεού με πολλή λαμπρότητα.
Όταν όλα αυτά είχαν πια εκτελεσθή, τότε και αυτός ο θεάνθρωπος Ιησούς υποτάχθηκε «τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα» και του παρέδωσε όλη την εξουσία και την κυριαρχία και το κράτος που είχε λάβει απ’ Αυτόν. Ενώ Εκείνος μπήκε στον θείο και απρόσιτο θάλαμο κληρονόμος του Πατρός, Βασιλεύς και Αρχιερεύς μαζί με όλους τους συγκληρονόμους του αγίους.
Στο τέλος όλων των μυστηρίων που είδε ο άγιος Νήφων, είδε και την πιο φοβερή αποκάλυψη: Ο ίδιος ο Πατέρας του μονογενούς Υιού, ο Γεννήτωρ, το φως το απρόσιτο και ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά λάμποντας πάνω από ’κείνο τον απέραντο θάλαμο, πάνω από τις άχραντες δυνάμεις, πάνω απ’ όλους τους κύκλους και τις παρατάξεις τους. Φωτιζε τον καθαρώτατο θάλαμο όπως φωτίζει ο ήλιος τον κόσμο. Έτσι έλαμπε ο Πατέρας των οικτιρμών. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το κρασί, έτσι και οι άγιοι πλημμυρίζονταν από την άρρητη θεότητα του Πατρός και βασίλευαν αδιάκοπα μαζί του στούς αιώνες.
Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Μονο υπήρχε Θεός και Πατέρας, Υιός και Πνεύμα, φως και τρυφή, ζώη και φέγγος, τέρψη και ηδονή.
Έπειτα έγινε βαθειά σιγή. Στα μάτια του δικαίου δόθηκε καθαρό και άκρατο φως να βλέπη: Στο πρώτο θάλαμο που κύκλωνε το θάλαμο, μεταδόθηκε άσμα σαν συνεχής και ατελείωτη κληρονομιά. Ασύγκριτη και υπέρκαλλη ήταν η ηδονή του. Αμέσως το θείο και φοβερό τάγμα άρχισε μίαν ανέκφραστη δοξολογία. Οι καρδιές των αγίων σκιρτούσαν απ’ τη χαρά και την απόλαυση.
Απ’ το πρώτο τάγμα μεταδόθηκε ο υπέροχος δοξολογητικός ύμνος στο δεύτερο τάγμα των Σεραφείμ. Άρχισε τότε κι εκείνο να ψάλλη ύμνο περίτεχνο και ακατάληπτο. Σαν εφτάγλυκο μέλι ηχούσε η δοξολογία του στ’ αυτιά των αγίων και ευφραίνονταν απέραντα με όλες τους τις αισθήσεις: Τα μάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Η όσφρησή τους οσφραίνοταν την ευωδία της θεότητος. Τ’ αυτιά τους άκουγαν τον θείον ύμνο των αχράντων δυνάμεων. Το στόμα τους γευόταν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού καινούργιο στη βασιλεία των ουρανών. Τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά και τα πόδια τους χόρευαν στον θάλαμο. Έτσι λοιπόν με όλες τους τις αισθήσεις χόρταιναν την άφατη αγαλλίαση.
Σε λίγο μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το τρίτο στο τέταρτο, ως το τελευταίο προκαλώντας με το γλυκύτερο απ’ το μέλι μέλος του τέρψη και ηδονή στις καρδιές των αγίων. Και ήταν υπέροχο ότι δεν ψάλλοταν ένας ύμνος συνεχώς από τα τάγματα, αλλά υπήρχε απερίγραπτη ποικιλία και πρωτοτυπία στην ωδή που έψαλλαν.
Όταν οι εφτά κύκλοι των ταγμάτων ωλοκλήρωσαν την καθαρή τους δοξολογία, τότε άρχισαν και τα τάγματα των αρχαγγέλων τον τρισάγιο ύμνο: Έψαλλε ο Μιχαήλ και αντιφωνούσε ο Γαβριήλ. Και πάλι υμνούσε ο Ραφαήλ και συμπλήρωνε ο Ουριήλ. Άκουγε κανείς πρωτάκουστες αρμονίες. Οι τέσσερις πύρινοι στύλοι, οι αρχάγγελοι, ξεχώριζαν και ήταν ο ύμνος τους φλογερός και βροντερός.
Παρακινημένοι απ’ την άπειρη εκείνη τρυφή άρχισαν τότε και οι άγιοι Πάντες μεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλλουν τα μεγαλεία του Θεού.
Έτσι μέσα αντηχούσε ύμνος, ύμνος κι έξω, ύμνος και παντού. Άσματα πανίερα, που φλόγιζαν τις καρδιές με μακαρία ηδονή στούς ατελευτήτους αιώνες.
Όταν τα είχε δει πια όλα αυτά ο τρισμακάριος Νήφων και βρισκόταν σε μεγάλη έκσταση και θεωρία, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέη:
-Νήφων, Νήφων, ωραία ήταν η προφητική σου οπτασία. Αλλά όλα αυτά που είδες και άκουσες γράψε τα με κάθε λεπτομέρεια, γιατί έτσι και θα γίνουν. Τα φανέρωσα σε σένα γιατί είσαι πιστός φίλος, αγαπητό μου παιδί και κληρονόμος της βασιλείας μου. Βεβαιώσου λοιπόν τώρα που σε αξίωσα να γίνης αυτόπτης των φρικτών μυστηρίων για τη μεγάλη μου φιλανθρωπία προς όλους εκείνους που προσκυνούν με ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί Εγώ ευφραίνομαι να «επιβλέπω επί τον πράον και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους».
Αφού του είπε αυτά ο Κύριος τον απέλυσε από την φοβερή και πολυθαύμαστη οπτασία, που επί δύο εβδομάδες τον είχε απορροφήσει.
Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, καθόταν τρομοκρατημένος και θρηνούσε και ωδυρόταν. Τα δάκρυα του έτρεχαν ποτάμι κι έλεγε:
-Αλλοίμονο σε μένα τον άσωτο! Τι περιμένει την αθλία ψυχή μου! Αλλοίμονο μου του ελεεινού! Σε ποία καταστάση άραγε θα βρεθώ εκεί εγώ ο αμαρτωλός! Τι θ’ απολογηθώ προς τον Κριτή; Τι λόγο θα δώσω για τις αμαρτίες μου; Αχ, ο βέβηλος και άθλιος!… Στεναγμό δεν έχω ούτε δάκρυα. Αλλά και μετανοία δεν μου βρίσκεται. Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτε! Αγάπη μηδέν! Η ακακία κι η πραότητα στέκουν πολύ μακριά μου! Αλλοίμονο! Τι να κάνω ο ελεεινός και ρυπωμένος; Από που να αρπαχθώ για να σωθή η ψυχή μου; Τον χιτώνά μου τον μόλυνα, το βάπτισμα το λέρωσα, την ψυχή μου την βύθισα στον βούρκο. Τον νου μου τον σκότισα, την ζωή μου την βάρυνα «εν κραιπάλη και μέθη». Αχ! ο αμαρτωλός δεν ξέρω τι να κάνω! Τα μάτια μου βλέπουν τα αίσχη. Το πρόσωπό μου είναι καταντροπιασμένο. Τα αυτιά μου ηδύνονται σε δαιμονικά τραγούδια. Η όσφρησή μου ζητάει ευωδίες. Το στόμα μου ρέπει στην πολυφαγία. Αλλοίμονό μου του ταλαιπώρου! Τα χέρια μου τέρπονται στην αμαρτία. Το σώμα μου ποθεί να κυλισθή στον βόρβορο της ανηθικότητας και κυνηγάει τα μαλακά κρεββάτια και την καλοφαγία…
Ωχ, ο παράνομος και σκοτεισμένος και ρυπαρός! Που να πάω δεν ξέρω. Ποίος θα με βγάλη από κείνη την πικρή φωτιά; Ποίος θα με γλυτωση απ’ το σκότος το εξώτερο του φρικτού ταρτάρου; Ποίος θα μ’ απαλλάξη απ’ τον βρυγμό των οδόντων; Αλλοίμονο, αλλοίμονο μου του σιχαμερού, του παρανόμου! Καλύτερα να μην είχα γεννηθή!… Αχ, τι δόξα πρόκειται να στερηθώ ο μαύρος! Τι τιμή, τι στεφανια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θα χάσω, επειδή υποδουλώθηκα στην αμαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Που είναι λοιπόν η κατάνυξη σου; Αλλοίμονό σου βέβηλη και θλιβερή! Που θα είναι η θεση σου την ήμερα εκείνη; Έπραξες κανένα καλό που ν’ αρέση στον Θεό; Θα μπης στο καμίνι. Πως όμως θ’ αντέξης το ουαί και τον οδυρμό; Ω, ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλίεσαι στη σαπίλα, που αδιάκοπα υπηρετούσες το στομάχι!
Άνομη και διεφθαρμένη, τι ντροπή θα δοκιμάσης στο βλέμμα του Ιησού! Με ποία μάτια θ’ ατενίσης το γλυκύτατο Του πρόσωπο; Πες μου, πες μου! Τα είδες εκείνα τα θαυμάσια θεάματα, που ο Κύριος θα πραγματοποιήση κάποτε. Πέςμου λοιπόν ψυχή, έχεις έργα αντάξια για κείνη τη δόξα; Πως θα μπης εκεί, αφού μίανες το θείο βάπτισμα; Αλλοίμονό σου τότε, μολυσμένη ψυχή μου! Σου μέλλει να κληρονομήσης το αιώνιο πύρ’ και που θα είναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της για να σε σώσουν;
Αλλά Κύριέ μου, Κύριε,
Σώσε με από τη φωτιά,
Από τον βρυγμό των οδόντων,
Από τον Τάρταρο…
Μ’ αυτά τα λόγια έλεγχε τον εαυτό του ο μακάριος προσευχόμενος. Τις κατοπινές μέρες τον έβλεπες να περπατάη σέρνοντας τα βήματά του με πικρούς στεναγμούς, θρήνους και δάκρυα. Αναλογιζόταν τα θαυμάσια που είδε, κι έκανε ο,τι μπορούσε για να τα κατακτήση. Συχνά -όταν στοχαζόταν πιο βαθιά και πιο καθαρά το όραμα του- γινόταν εκτός εαυτού. Φλεγόταν απ’ την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και αναφωνούσε:
-Ω, τι χαρά, τι δόξα, τι λαμπρότητα περιμένει τους αγίους στους ουρανούς! Πόσο φοβάμαι μήπως τα στερηθώ!
Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε:
-Κύριε, βοήθησε και σώσε την σκοτισμένη ψυχή μου.
(Αγίου Νήφωνος Επισκόπου Κωνσταντιανής
Από το Βιβλίο «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ». Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου – Ωρωπός)
Πηγή: diakonima.gr